Η ιστορία μπορεί να αξιοποιηθεί συνδυαστικά με την ανάγνωση της παρόμοιας ιστορίας του τηγανόψωμου.
Μια φορά και έναν καιρό ζούσε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων και ένα πρωινό η γιαγιά αποφάσισε να ζυμώσει και να ψήσει ένα μπισκότο σε σχήμα μικρού παιδιού. Μόλις όμως το μπισκοτο-ανθρωπάκι ψήθηκε και η γιαγιά το στόλισε με σαντιγί, εκείνο σηκώθηκε σαν να ξύπνησε από ύπνο και πήδηξε έξω από το ταψί και από το παράθυρο, φωνάζοντας "Μη με φας!".
Έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, ενώ το ηλικιωμένο ζευγάρι το κυνηγούσε, αλλά μάταια, γιατί δεν μπορούσε να το φτάσει.
Λίγο πιο κάτω ένα πεινασμένο γουρούνι είδε το μπισκοτο-ανθρωπάκι και είπε "Σταμάτα! Θέλω να σε φάω".
Έτσι, άρχισε και εκείνο να τρέχει από πίσω του, αλλά το ανθρωπάκι ήταν πιο γρήγορο.
Λίγο πιο κάτω, μια πεινασμένη αγελάδα είδε το μπισκοτο-ανθρωπάκι και είπε: "Σταμάτα! Θέλω να σε φάω".
Άρχισε και εκείνη να κυνηγάει το ανθρωπάκι μαζί με τη γιαγιά, τον παππού και το γουρούνι, αλλά το ανθρωπάκι ήταν πιο γρήγορο.
Λίγο πιο κάτω συνάντησε ένα άλογο που μόλις το είδε, φώναξε: "Σταμάτα! Θέλω να σε φάω".
Στο τέλος το ανθρωπάκι έφτασε σε ένα ποτάμι, αλλά δεν μπορούσε να το περάσει, καθώς σκέφτηκε ότι το νερό θα το μούλιαζε και θα πέθαινε.
Τότε εμφανίστηκε μπροστά του μία πονηρή αλεπού, που ήθελε να το φάει. Προσποιήθηκε όμως ότι είναι καλή και ευγενική και ότι ήθελε να βοηθήσει το μπισκοτένιο ανθρωπάκι.
Πρότεινε στο ανθρωπάκι να ανέβει στο κεφάλι της και εκείνη θα το βοηθούσε να διασχίσει το ποτάμι χωρίς να βραχεί.
Το ανθρωπάκι που φοβόταν τόσο το νερό συμφώνησε. Μόλις όμως έφτασαν στην απέναντι όχθη, η πονηρή αλεπού με μία κίνηση του κεφαλιού πέταξε το ανθρωπάκι στον αέρα, άνοιξε το στόμα της και το έφαγε.