Η βελανιδιά κούνησε τα κλαδιά της και τα λιγοστά φύλλα που
είχε, έπεσαν στο χώμα.
Ήταν
Νοέμβριος, ο τελευταίος μήνας του φθινοπώρου.
Η βελανιδιά είχε φυτρώσει στην πλαγιά ενός βουνού ανάμεσα σε
πέτρες και βράχια. Πιο μακριά υπήρχε ένα ολόκληρο δάσος από
βελανιδιές και πολλά άλλα δέντρα.Το δάσος όμως αυτό κάηκε
από μια μεγάλη πυρκαγιά που ξέσπασε το περασμένο καλοκαίρι.
Η ίδια ούτε που κατάλαβε πώς γλίτωσε....
Η βελανιδιά διακόσια χρόνια σε κείνο το μέρος είχαν δει πολλά
τα μάτια της, και καλά και άσχημα: είχε δει να βλασταίνουν νέα
δέντρα και να μεγαλώνουν, πουλιά να κάθονται στα κλαδιά τους
και να χτίζουν φωλιές. Έβλεπε κάθε άνοιξη τα λουλούδια και
τους θάμνους να ανθίζουν, ζωάκια να σκαρφαλώνουν στους
κορμούς των δέντρων, να λιάζονται ή να παίζουν κρυφτό:
σκίουροι, ασβοί, χελώνες, αλεπούδες, σκαντζόχοιροι...
Το γέρικο δέντρο όμως είδε και ξυλοκόπους να πριονίζουν τους
κορμούς των δέντρων κι αυτά να πέφτουν κάτω άψυχα με ένα
βουητό σαν κλάμα.
Την ίδια δεν την πείραξαν ποτέ οι ξυλοκόποι, γιατί είχε μια
τεράστια τρύπα στον κορμό της και δεν τους ήταν
χρήσιμη. Έμεινε εκεί λοιπόν η Βελανιδιά για πάρα πολλά
χρόνια, τέτοιο κακό όμως πρώτη φορά έζησε.
-Θεέ μου, σκέφτηκε το δέντρο για ακόμη μια φορά εκείνο το
πρωινό του φθινοπώρου,τι καταστροφή είναι αυτή!!!!!
Κανένα από τα χρώματα που έχει ένα δάσος δεν υπήρχε, μόνο το μαύρο χρώμα κυριαρχούσε παντού.
Δεν ήταν μόνο η μοναξιά της που την τρόμαζε, ήταν και η
ανησυχία της για τα ζωάκια που ζούσαν σ’ αυτό το δάσος.
Μετά από αυτό το μεγάλο κακό της πυρκαγιάς δεν τα είχε
ξαναδεί...
Ξαφνικά ένα θρόισμα ακούστηκε, η Βελανιδιά ξαφνιασμένη
κοίταξε γύρω της.
-Δεν το πιστεύω!!!Τσίκλη, εσύ είσαι; Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω μετά από τόσο καιρό!
Ο Τσίκλης ήταν ένας δρυοκολάπτης και ήταν από παλιά
τακτικός επισκέπτης της βελανιδιάς.Έμπαινε στη μεγάλη τρύπα
που είχε στον κορμό της και έτρωγε τα μυρμήγκια και τις
κάμπιες που έβρισκε εκεί.
-Κι εγώ χαίρομαι που σε βλέπω ξανά, είπε το
πουλί. Τρομοκρατήθηκα και έφυγα μακριά όπως κι όλα τα ζώα
του δάσους.
-Πες μου, ρώτησε η Βελανιδιά με αγωνία, πού είναι οι υπόλοιποι;
Πού βρίσκονται;
-Φύγαμε όλοι μακριά για να γλιτώσουμε, τώρα όμως που
πλησιάζει ο χειμώνας, πού θα πάνε τα ζωάκια για να
κοιμηθούν; Πού θα βρουν μέρος για να προστατευθούν από το
κρύο και το χιόνι;
-Μη λυγίζεις και μην απελπίζεσαι, είπε το δέντρο, έλα όσο είναι
ακόμη νωρίς πριν πιάσει το πολύ κρύο μπες μέσα στην τρύπα
στον κορμό μου, όπως έκανες παλιά, και σκάψε βαθιά με την
μύτη σου για να μπουν μέσα οι φίλοι μας να σωθούν.
Ο Τσίκλης ενθουσιάστηκε με την ιδέα και έπιασε αμέσως
δουλειά. Ήταν πολύ κοπιαστικό για το μικρό πουλί, αλλά όσο
σκεφτόταν ότι έτσι θα σωθούν οι φίλοι του από τον βαρύ
χειμώνα, δε δίστασε λεπτό.
Μετά από αρκετές μέρες σκληρής εργασίας, ο Τσίκλης είπε στη
Βελανιδιά:
-Νομίζω ότι
τα κατάφερα, θα πάω να βρω τους φίλους μας.
-Θα σε περιμένω με αγωνία, φώναξε η Βελανιδιά, καθώς έβλεπε
τον Τσίκλη να χάνεται
πετώντας στον ορίζοντα.
Μετά από λίγες μέρες η Βελανιδιά είδε από μακριά να
καταφτάνουν τα αγαπημένα της ζωάκια.
Έτσι η μεγάλη τρύπα στον κορμό της έγινε μια μεγάλη
ΑΓΚΑΛΙΑ όπου οι φίλοι της θα περνούσαν προστατευμένοι τον
χειμώνα...
ΤΕΛΟΣ