Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα κάστρο,
ζούσαν ευτυχισμένοι ένας βασιλιάς με την βασίλισσά του και τον γιο τους
Κωνσταντίνο. Ο λαός αγαπούσε πολύ την βασιλική
οικογένεια και η ζωή τους κυλούσε ήρεμα, η κάθε μέρα τους ήταν γεμάτη χαρά και
οι καρδιές τους ξέχειλες από αγάπη. Δεν
έλειπε το γέλιο από αυτούς τους ανθρώπους και η διασκέδαση, όταν τελείωναν τις
δουλειές τους. Κοντά στο κάστρο ήταν μια λίμνη και εκεί
μέσα ζούσε μια γυναίκα, η Σκοτεινή, έτσι την έλεγαν όλοι και πίστευαν ότι ήταν
μάγισσα.
Η Σκοτεινή ζήλευε την ευτυχία των ανθρώπων
που ζούσαν πίσω από τα τείχη του Κάστρου και σκεφτόταν πάντα, πώς θα τους κάνει
κακό. Η Σκοτεινή έφτιαξε λοιπόν ένα μαγικό φίλτρο και μια φθινοπωρινή μέρα
καβάλησε ένα σύννεφο, το ράντισε με το δηλητήριό της και το οδήγησε πάνω από το
Κάστρο. Η βροχή που έπεσε, δηλητηρίασε το νερό που έπιναν οι άνθρωποι έτσι αυτοί
έπαψαν να χαμογελούν, να χαίρονται και οι καρδιές τους έγιναν σκληρές σαν
πέτρα.
Τη μέρα
όμως που η Σκοτεινή επισκέφτηκε το κάστρο, το βασιλόπουλο δεν ήταν εκεί. Είχε
πάει με το άλογο του, το Χιόνι, στο κοντινό δάσος. Το άλογο του Κωνσταντίνου το
έλεγαν Χιόνι γιατί ήταν κάτασπρο, είχε ανθρώπινη φωνή και ήταν ο πιο αγαπημένος
φίλος του παιδιού. Το άλογο το είχε κάνει δώρο στον Κωνσταντίνο η νονά του, μια
νεράιδα που την έλεγαν Ηλιαχτίδα. Η νεράιδα ζούσε στο βουνό απέναντι από το Kάστρο εκεί όπου ανατέλλει ο ήλιος κάθε πρωί.
Όταν ο Κωνσταντίνος επέστρεψε στο Κάστρο
από το δάσος όλα ήταν διαφορετικά, δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβη. Ο
πατέρας του, η μητέρα του και όλοι οι άνθρωποι ήταν ψυχροί και αδιάφοροι.
-Μα
τι να έγινε άραγε; αναρωτιόταν το παιδί.
Η
μητέρα του σταμάτησε να τον αγκαλιάζει
και ο πατέρας του έπαψε να του μιλάει τρυφερά.
Μόνο με το Χιόνι μπορούσε να μιλήσει το παιδί
και με αυτόν κάλπαζε έξω από το Κάστρο ψάχνοντας να βρει τη λύση. Ο Κωνσταντίνος απελπισμένος από όλα αυτά
που συνέβησαν, σκέφτηκε να ανέβει στο βουνό για να συναντήσει τη νονά του την
Ηλιαχτίδα και να την συμβουλευτεί.
Μόλις εκείνη τους είδε να φτάνουν έλαμψε το
χαμόγελό της σαν τον ήλιο.
- Καλώς
τους, ελάτε μέσα!
Το σπίτι της ήταν μικρό, άστραφτε όμως και τα βράχια που είχε
για τοίχους γυαλοκοπούσαν.
- Νονά,
λέει το παλικάρι, πρόβλημα μεγάλο έχουμε στο παλάτι του πατέρα μου και στον λαό
μας.
- Το
ξέρω Κωνσταντίνε, απάντησε η Ηλιαχτίδα. Η μάγισσα Σκοτεινή φταίει για όλα αυτά
που συμβαίνουν στο Κάστρο. Δηλητηρίασε τις καρδιές των γονιών σου και όλων των
ανθρώπων. Εσύ θα λύσεις τα μάγια.
- Πως
θα το καταφέρω αυτό, νονά; ρώτησε το παιδί.
Η
Σκοτεινή έκλεψε την χρυσή μου κούπα όπου είχα βάλει το πιο δυνατό αντίδοτο για
όλα τα δηλητήρια, το φίλτρο της ΑΓΑΠΗΣ, και την έκρυψε μέσα στα βαθιά νερά
της λίμνης.
Εκεί πρέπει να πάτε.
Ο Κωνσταντίνος και το άλογο κάλπασαν
προς το μέρος που τους είπε η Ηλιαχτίδα. Όταν έφτασαν στη λίμνη το άλογο είπε:
- Μας
πώς να μπούμε στο νερό; Θα πνιγούμε.
Ξαφνικά
εμφανίστηκε μπροστά τους η μάγισσα
- Χα
χα χα, και βέβαια δε θα μπορέσετε να ψάξετε στη λίμνη για την κούπα της νονάς
σου! Για να γίνει αυτό πρέπει να πάρω τη μιλιά του αλόγου σου, Κωνσταντίνε.
- Όχι,
λέει το παλικάρι, αυτό δεν θα γίνει ποτέ!
- Ναι,
λέει το άλογο που η αγάπη του για το παιδί ξεχείλιζε, δέχομαι να δώσω τη φωνή
μου!
Η μάγισσα τότε του
πήρε τη φωνή και το άλογο δεν μπορούσε πια να μιλήσει. Μπήκαν στη λίμνη και
άρχισαν να ψάχνουν. Προχώρησαν σε πιο βαθιά νερά, πιο σκοτεινά και η αγωνία
τους ήταν μεγάλη.
Ξαφνικά βρέθηκαν μπροστά σε έναν βράχο τεράστιο που ήταν
σκεπασμένος με πολλά φύκια και άλλα πλάσματα της λίμνης. Ο Κωνσταντίνος κοίταξε
καλύτερα και εκεί κοντά είδε μια πόρτα.
- Χιόνι, εδώ βλέπω μια πόρτα, εμπρός να την ανοίξουμε.
Έσπρωχναν και οι δυο με όλη τους την δύναμη,
όταν φάνηκε μπροστά τους πάλι η Σκοτεινή
και τους είπε:
- Άδικα
προσπαθείτε, δε θα ανοίξει η πόρτα, αν δε μου δώσεις τη ζωή του φίλου σου.
- Όχι,
φώναξε ο Κωνσταντίνος με απελπισία, ποτέ!
- Τότε λοιπόν οι γονείς σου και ο λαός σου θα
έχουν για πάντα μια πέτρινη καρδιά, είπε η μάγισσα.
Το άλογο πήγε πολύ κοντά στην κακιά γυναίκα,
ήταν έτοιμο να θυσιάσει την ζωή του. Όλη η αγάπη του για το παιδί έλαμπε στα
μάτια του, ολόκληρη η λίμνη έλαμψε από αυτήν την αγάπη!
- Όχιιιιιι,
φώναξε η Σκοτεινή, ανάθεμα στην αγάπη και στη φιλία σας!!!!
Εξαφανίστηκε η μάγισσα μέσα στα νερά της
λίμνης, την χάσανε από τα μάτια τους ο Κωνσταντίνος και το Χιόνι. Λύθηκαν τα
μάγια και το Χιόνι ξαναβρήκε τη φωνή του. Η πόρτα τραντάχτηκε και άνοιξε. Ένα δωμάτιο εμφανίστηκε μπροστά στο παιδί και στο
άλογο. Μια κούπα χρυσή ήταν στο κέντρο του δωματίου. Μέσα είχε το αντίδοτο για
το δηλητήριο της μάγισσας, ο Κωνσταντίνος πήρε την κούπα και άρχισαν να
καλπάζουν με το άλογο έξω από τη λίμνη.
Έφτασαν στο Κάστρο κατάκοποι, αλλά δεν
σταμάτησαν.
Ο Κωνσταντίνος ράντισε με το φίλτρο όλες τις πηγές, για να πιουν οι
άνθρωποι. Η χρυσή κούπα δεν άδειαζε, ήταν πάντα γεμάτη, γιατί μέσα της δεν είχε
ένα απλό φίλτρο, είχε το φίλτρο της ΑΓΑΠΗΣ.
Αμέσως όλοι οι άνθρωποι στο Κάστρο
ξαναβρήκαν τον εαυτό τους, γελούσαν ξανά, αγκαλιάζονταν, η χαρά ξαναγύρισε στις
καρδιές τους. Η Βασίλισσα αγκάλιασε τον γιο της και ο Βασιλιάς χάιδεψε με
τρυφερότητα το άλογο.
Ο Κωνσταντίνος και το Χιόνι ήταν πολύ ευτυχισμένοι και η
Ηλιαχτίδα τους καμάρωνε από το σπίτι της ψηλά στο βουνό και σκεφτόταν:
- Να
ζητήσω άραγε τη χρυσή κούπα με το φίλτρο μου ή να την αφήσω μήπως και την
ξαναχρειαστούν;
Και έζησαν αυτοί
καλά και εμείς καλύτερα.
Τέλος