Ακολουθεί πρόταση για χριστουγεννιάτικη γιορτή για 20 έως 25 παιδιά. Πολλοί ρόλοι μπορούν να δοθούν σε δύο παιδιά. Αποτελεί διασκευή του βιβλίου της Κάρμεν Ρουγγέρη
"Το παιδί και το όνειρο", παρουσίαση του οποίου μπορείτε να βρείτε στον σύνδεσμο που ακολουθεί.
Για να ενσωματώσετε μουσικά κομμάτια στις "γέφυρες" ανάμεσα στις σκηνές, βρείτε προτάσεις στον σύνδεσμο
(παρουσίαση του βιβλίου από την Κάρμεν Ρουγγέρη στον Ιανό)
Σκηνή 1η
Αφηγητής (1): Είναι απόγευμα, παραμονή Πρωτοχρονιάς και στο σπίτι είναι όλα γιορτινά. Ξαφνικά, το κουδούνι χτυπά. Ποιος να είναι; Νάτος ο Βασίλης που τρέχει γρήγορα να ανοίξει την πόρτα.
(εμφανίζεται ο Δημήτρης, γείτονας από το διπλανό διαμέρισμα)
Δημήτρης (2): Γεια σου. Ήρθα να παίξουμε.
Βασίλης (3): Τέλεια. Είσαι για κυνηγητό;
Δημήτρης: Τι; Εδώ μέσα. Θα μας μαλώσει η μαμά σου.
Βασίλης: Ωχ, καημένε, πολύ φοβιτσιάρης είσαι. Έχω βαρεθεί να κάθομαι μέσα στο σπίτι, θέλω να τρέξω.
Αφηγητής: Ο Δημήτρης πείθεται και αρχίζουν να κυνηγούν ο ένας τον άλλο, σπρώχνοντας καρέκλες, ανεβαίνοντας στον καναπέ και πηδώντας πάνω στο τραπέζι του σαλονιού. Ξαφνικά...
(το χριστουγεννιάτικο δέντρο πέφτει κάτω)
Δημήτρης: Πω! Πω! Τι κάναμε! Ρίξαμε κάτω το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Τώρα;
Βασίλης: Πώς κάνεις έτσι; Το σηκώνουμε, μαζεύουμε τα στολίδια, τα κρύβουμε κάτω από τον καναπέ και ούτε γάτα ούτε ζημιά.
Αφηγητής (4): Εκείνη τη στιγμή μπαίνει στο σαλόνι η μαμά του Βασίλη με τη Μυρτώ, τη μικρή του αδερφή.
Μαμά (5): Τι γίνεται εδώ; Παίζετε κυνηγητό μέσα στο διαμέρισμα; Καθίστε γρήγορα στην τηλεόραση και τσιμουδιά.
Μαμά: Ορίστε. Έχει εορταστικό πρόγραμμα. Καθίστε να το δείτε και εγώ πάω να φτιάξω το γλυκό για το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι.
Μυρτώ (6): Να καθίσω και εγώ μαζί του;
Βασίλης: Όχι, δε σε θέλω. Είσαι μικρή. Θέλω να μείνω με τον φίλο μου.
Μυρτώ: Καλά, γκρινιάρη, θα πάω με τη μαμά στην κουζίνα να τη βοηθήσω να φτιάξει το γλυκό.
Αφηγητής: Οι δύο φίλοι σχεδόν αμέσως σηκώθηκαν από τον καναπέ και έκλεισαν την τηλεόραση.
Βασίλης: Βαρέθηκα. Θέλω να παίξω μπάλα.
Δημήτρης: Εδώ μέσα; Όχι, δεν γίνεται.
Αφηγητής (7): Όμως δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια του, γιατί ο Βασίλης είχε προλάβει να πετάξει την μπάλα που προσγειώθηκε πάνω στην κούκλα-λαμπατέρ του σαλονιού. Ένας κρότος τρομερός ακούστηκε. Η φούστα της πορσελάνινης κούκλας είχε ραγίσει.
Δημήτρης: Και τώρα; Τι κάνουμε;
Βασίλης: Κάπου εδώ είχε μια υφασμάτινη ποδιά η μαμά μου. Θα τη φορέσω στην κούκλα και δε θα φαίνεται τίποτα.
Δημήτρης: Α! Όλα κι όλα. Εγώ δε θέλω να βρω τον μπελά μου. Θα φύγω.
Βασίλης: Πολύ ωραία! Φύγε! Εγώ θα παίξω με την ντουλάπα.
(ο Δημήτρης φεύγει και ο Βασίλης αρχίζει να παίζει μπάλα μόνος του, πετώντας την πάνω στην ντουλάπα, ώσπου ξαφνικά μπαίνει στο σαλόνι η μαμά του)
Μαμά: Παιδί μου, τι κάνεις εκεί; Δεν τα λυπάσαι τα κακόμοιρα τα έπιπλα; Κάθισε επιτέλους φρόνιμα.
Αφηγητής (8): Κουρασμένος από τις καταστροφικές του δραστηριότητες αλλά και πεισμωμένος, ξάπλωσε στον καναπέ. Χωρίς να το καταλάβει έκλεισε τα μάτια του και αποκοιμήθηκε. Τότε ένα κοριτσίστικο κλάμα ακούστηκε μέσα στην νύχτα...
Σκηνή 2η
Κρεμάστρα - καλόγερος (9): Ποιος κλαίει;
Χριστουγεννιάτικο δέντρο (10): Κλαίει κανείς;
Καρέκλα (11): Η κούκλα κλαίει, δεν την ακούτε;
Κούκλα (12): Μου χάλασε το φόρεμα.
Καρέκλα: Καλά, εμένα δεν είδες πώς μ' έκανε; Κοίτα, κουτσαίνω, το ένα μου πόδι είναι σπασμένο.
Κούκλα: Πώς με κατάντησε έτσι;
Καρέκλα: Τι σου' κανε; Δεν είδα.
Κούκλα: Μου έσκισε τη φούστα.
Καρέκλα: Μη στεναχωριέσαι. Σου πάει τόσο πολύ αυτή η ποδιά που δε φαίνεται καθόλου το ράγισμα.
Κρεμάστρα - καλόγερος: Μα τι λέτε τόση ώρα; Δεν ακούω.
Χριστουγεννιάτικο δέντρο: Μα τι έπαθες εσύ και δεν ακούς καλά;
Κρεμάστρα-καλόγερος: Άκουγα καλά, αλλά ο μικρός Φασαρίας με χτύπησε με κάτι βέλη, κάτι βεντούζες, πώς το λένε, στο αυτί, στο τύμπανο και τώρα δεν ακούω πια καλά.
Ντουλάπα (13): Μιλάτε εσείς τόση ώρα και εγώ πεθαίνω από τους πόνους. Δεν είδατε τι μου έκανε;
Όλοι οι υπόλοιποι μαζί: Τι σου έκανε;
Ντουλάπα: Έπαιζε μπάλα στο στήθος μου.
Όλοι μαζί: Το είδαμε, αλλά δεν φανταστήκαμε ότι θα πονάς.
Ντουλάπα: Με διέλυσε σας λέω. Κάτι πρέπει να κάνουμε. Δεν πάει άλλο!
Αφηγητής (14): Τότε ένα χτύπημα ακούστηκε στο τζάμι του μπαλκονιού. Όλοι γύρισαν να δουν ποιος χτυπούσε. Ήταν το λουλούδι, η αλεξανδρινή, που ήταν φυτεμένο σε μια γλάστρα, έξω στο μπαλκόνι.
Αλεξανδρινή (15): Μου ανοίγετε;
Αφηγητής: Η κούκλα έτρεξε προς το παράθυρο να το ανοίξει.
Αλεξανδρινή: Είδατε τι μου έκανε ο μικρός; Να, μου έκοψε με όλη του τη δύναμη σχεδόν όλα μου τα φύλλα και πόνεσα πάρα πολύ. Νόμιζα πως θα λιποθυμούσα από τον πόνο.
Όλοι μαζί (κρεμάστρα, δέντρο, κούκλα, καρέκλα, ντουλάπα):
Ε, λοιπόν, δεν πάει άλλο. Τέρμα και τελείωσε... Πρέπει να κάνουμε ένα συμβούλιο, να βρούμε μία λύση.
Αλεξανδρινή: Εγώ θα έλεγα να κάνουμε καλύτερα μία δίκη, να τον δικάσουμε τον μικρό Ταραξία.
(όλα τα έπιπλα χειροκροτούν και φωνάζουν
"ζήτω!", "μπράβο!")
Κούκλα: Μα πώς γίνεται μία δίκη;
Καρέκλα: Εγώ ξέρω, γιατί πριν με αγοράσουν οι γονείς του Βασιλάκη ήμουν στο γραφείο ενός δικηγόρου. Λοιπόν, χρειαζόμαστε οπωσδήποτε έναν πρόεδρο, έναν εισαγγελέα, μια γραμματέα, μάρτυρες κατηγορίας και μάρτυρες υπεράσπισης.
(ο Βασίλης σε μια γωνιά φαίνεται να παρακολουθεί τη σκηνή που κανονικά εκτυλίσσεται στο όνειρό του)
Βασίλης (ψιθυριστά): Πω! Πω! Άσχημα την έχω! Ετοιμάζονται να με δικάσουν. Καλύτερα να το σκάσω, να φύγω από το σπίτι, μπας και γλιτώσω.
(ανοίγει την πόρτα, όταν ξαφνικά μπροστά του εμφανίζεται
ο... Άγιος Βασίλης. Όλα τα έπιπλα παρακολουθούν ξαφνιασμένα)
Βασίλης: Δεν είμαστε καλά. Βλέπω καλά; Ο Άγιος Βασίλης είσαι;
Άγιος Βασίλης (16): Ναι, παραμονή Πρωτοχρονιάς σήμερα και έχω ξεκινήσει να μοιράζω δώρα στα παιδιά. Άκουσα την ανησυχία σου και σκέφτηκα αντί για άλλο δώρο να σου προσφέρω εγώ την υπεράσπιση που χρειάζεσαι. Τι λες; Συμφωνείς;
Βασίλης: Ναι!!!
(ο Βασίλης ορμάει με δύναμη και αγκαλιάζει τον Άγιο Βασίλη)
Απομακρύνονται όλη από τη Σκηνή
Σκηνή 3η (σκηνοθεσία "δικαστηρίου")
Ντουλάπα: Ησυχία! Ησυχία παρακαλώ! Η δίκη αρχίζει. Βγες από την αγκαλιά του συνήγορού σου και πλησίασε.
(δειλά ο Βασίλης πλησιάζει)
Ντουλάπα: Ονομάζεσαι;
Βασίλης: Βασίλης Αταχτίδης του Ανδρέα και της Αγάπης
Ντουλάπα: Πόσων χρονών είσαι:
Βασίλης: Πέντε στα έξι.
Ντουλάπα: Λοιπόν, μικρέ. Κατηγορείσαι για ανυπακοή, απροσεξία, αταξία, φθορά και κακομεταχείριση επίπλων και ανθρώπων. Τι έχεις να πεις;
(ο Βασίλης πάει να μιλήσει αλλά ο Άγιος Βασίλης του κάνει νόημα να μη μιλήσει...)
Ντουλάπα: Α, ώστε δεν μιλάς, ε; Τον λόγο λοιπόν έχει ο εισαγγελέας.
Χριστουγεννιάτικο Δέντρο (εισαγγελέας): Κυρία πρόεδρε, κυρίες και κύριοι... βρισκόμαστε μπροστά σε ένα παιδί τέρας...
Άγιος Βασίλης: Διαμαρτύρομαι.... Τι χαρακτηρισμοί είναι αυτοί για ένα παιδί;
Χριστουγεννιάτικο Δέντρο (συνεχίζοντας): Αυτό το ... παιδί λοιπόν, δεν έχει αφήσει δέντρο όρθιο, λουλούδι άκοπο, έπιπλο απείραχτο και άνθρωπο .... αβασάνιστο. Εμένα, για παράδειγμα, με έριξε κάτω, έσπασε σχεδόν όλα μου τα στολίδια και κοιτάξτε τι μου έκανε; Ένα καρούμπαλο!
Ντουλάπα: Τον λόγο έχει η Αλεξανδρινή.
Αλεξανδρινή: Κοιτάξτε εμένα που ο μικρός μου έκοψε σχεδόν όλα μου τα φύλλα...
Κρεμάστρα - καλόγερος: Τι να πω κι εγώ που έχασα την ακοή μου για χάρη αυτού του μικρού... Με έβαλε στόχο με τα βέλη του...
Καρέκλα: Κι εμένα, κυρία πρόεδρε, ανεβαίνει συνέχεια πάνω μου. Δεν αντέχω άλλο πια!
Ντουλάπα: Ησυχία, παρακαλώ! Τον λόγο έχουν τώρα οι μάρτυρες υπεράσπισης, αλλά επειδή δεν παρουσιάστηκε κανείς...
(μια λεπτή φωνή διακόπτει την ομιλία της Ντουλάπας)
Μυρτώ: Είμαι εγώ μάρτυρας υπεράσπισης του αδερφού μου.
(όλα τα έπιπλα άρχισαν να ψιθυρίζουν "Τι θέλει η μικρή εδώ;")
Ντουλάπα: Ησυχία, παρακαλώ! Τι έχεις να μας πεις, μικρή;
Μυρτώ: Ήθελα να πω πως ο αδερφός μου είναι λίγο άτακτος, αλλά στην πραγματικότητα είναι πολύ καλό παιδί.
(όλα τα έπιπλα αρχίζουν να γελούν)
Ντουλάπα: Ησυχία, παρακαλώ! Τον λόγο έχει ο Άγιος Βασίλης.
Άγιος Βασίλης: Θα είμαι πολύ σύντομος. Κυρίες και κύριοι, πράγματι ο μικρός Βασίλης τα κάνει όλα αυτά, για τα οποία κατηγορείται, αλλά έχει... ελαφρυντικά. Είναι μόλις επτά ετών και μένει σε μία... πολυκατοικία. Πού να παίξει το παιδί δηλαδή; Στο σπίτι δεν μπορεί, οι δρόμοι είναι γεμάτοι αυτοκίνητα; Θέλει να τρέξει, να κινηθεί, να χοροπηδήσει. Πού να πάει; Πού; Σκεφτείτε τα αυτά και πάρτε μια δίκαιη απόφαση. Εγώ σας χαιρετώ τώρα. Έχω μεγάάάλο ταξίδι απόψε.
Ο Άγιος Βασίλης φεύγει.
Τα έπιπλα όλα μαζί: Μία είναι η δίκαιη απόφαση. Τιμωρία για τον μικρό Ταραξία...
Ο Βασίλης, φοβισμένος, βάζει τα χέρια του στα μάτια και είναι έτοιμος να βάλει τα κλάματα...
(Αλλαγή σκηνικού: Τα έπιπλα φεύγουν από τη σκηνή, ο Βασίλης βρίσκεται ξαπλωμένος στον καναπέ του σαλονιού)
Σκηνή 4η (ο Βασίλης ξυπνάει...)
Βασίλης (μέσα στον ύπνο του): Όχι, όχι, σας λέω! Δεν το έκανα επίτηδες! Είμαι αθώος! Μη με τιμωρήσετε!
Μυρτώ: Βασίλη! Βασιλάκη... ξύπνα! Σε πήρε ο ύπνος πάνω στον καναπέ.
(Ο Βασίλης τινάζεται όρθιος και με δυνατό "Ουφ!" ανακούφισης, αγκαλιάζει την αδερφή του και λέει χοροπηδώντας)
Βασίλης: Ζήτω! Όνειρο ήταν!
Μυρτώ: Κοίτα τι έχω εδώ! Ένα μπαλόνι Άγιος Βασίλης. Δώρο από μένα για τη γιορτή σου. Θέλεις να παίξουμε;
Βασίλης: Και βέβαια!
Μυρτώ: Γιούπι! (η μικρή πηδάει πάνω στον καναπέ και αρχίζει να χοροπηδάει από τη χαρά της)
Βασίλης: Εεεπ! Όχι με τα παπούτσια πάνω στον καναπέ...
(Αμέσως μετά στρέφεται μπρος το μπαλόνι Άγιος Βασίλης που κρατάει στα χέρια του και ψιθυρίζει:)
Βασίλης: Σ'ευχαριστώ για όλα, καλέ μου Άγιε Βασίλη!