Ο μικρός Κοκκορής
Μια φορά και έναν καιρό ζούσε σε ένα αγρόκτημα ένας καλός αγρότης, ο Κωστής. Είχε ζωάκια πολλά, άλογα, κοτούλες, γουρουνάκια, μοσχαράκια, είχε και έναν κόκκορα, κοκκινο και στρουμπουλό, που τον λέγαν Κοκκορή. Κάθε βράδυ ο Κωστής έβαζε τον Κοκκορή μέσα στο κοτέτσι...Του Κοκκορή αυτό δεν του άρεσε πολύ, μα ήταν κόκκορας σωστός και υπάκουος πολύ...
Ένα βράδυ ο Κωστής, αφού έβαλε τον Κοκκορή στο κοτέτσι
και τακτοποίησε τα υπόλοιπα ζώα στο μαντρί, πήγε για ύπνο να ξεκουραστεί...
Πρωί-πρωί ο Κοκκορής σκαρφάλωσε σε έναν πάσσαλο ψηλά και άρχισε να κακαρίζει δυνατά, σχεδόν εκκωφαντικά:
"ΚΙΚΙΡΙΚΟΥΟΥΟΥΟΥ!!!!ΚΙΚΙΡΙΚΟΥΟΥΟΥ!!!"
Εκνευρισμένος ο Κωστής, άνοιξε το παράθυρο και είπε δυνατά:
"Φύγε από δω, βρε φωνακλά, και μου πήρες τα μυαλά!"
Τρομαγμένος ο Κοκκορής ανοίγει τις φτερούγες και τρέχει να κρυφτεί...
Μια και δυο ετοιμάζεται ο Κωστής, πλένεται, ντύνεται, τρώει πρωινό και πηγαίνει στο χωράφι και στο κτήμα, να οργώσει, να σκαλίσει, να σκάψει, να ραντίσει, τα ζωάκια να ταΐσει...Δουλειές ένα σωρό, να σου φεύγει το μυαλό....
Το βράδυ ήταν τόσο πολύ κουρασμένος, εξαντλημένος, που το μόνο που ονειρευόταν ήταν ένας γλυκός ύπνος. Για να είναι σίγουρος ότι ο Κοκκορής δεν θα τον ξυπνούσε νωρίς νωρίς το πρωί, τον έβαλε μαζί με τα γουρουνάκια στο χοιροστάσιο και πήγε, επιτέλους, να ξαπλώσει. Όμως....μόλις πρόβαλαν οι πρώτες του ήλιου ακτίνες, να σου ο Κοκκορής και ορμάει έξω από το χοιροστάσι κακαρίζοντας δυνατά, σχεδόν εκκωφαντικά:
"ΚΙΚΙΡΙΚΟΥΟΥΟΥΟΥ!!!!ΚΙΚΙΡΙΚΟΥΟΥΟΥ!!!"
"Αυτό το πτηνό θα με τρελάνει!", σκέφτηκε αγανακτησμένος ο Κωστής.
"Πρέπει να βρω μια λύση, αλλιώς δεν θα καταφέρω ποτέ να κοιμηθώ κανονικά..."
Εκείνη την ημέρα ο Κωστής, μια που με τα κακαρίσματα του Κοκκορή είχε σηκωθεί από τόσο νωρίς, ξεχορτάριασε τα λουλούδια του κήπου, έβγαλε όλα τα ζιζάνια από τις φραουλίτσες του, και έκανε όλες τις άλλες δουλειές του, ώστε όταν έφτασε το βράδυ μόλις που στεκόταν όρθιος...
"Ξέρω τι θα κάνω...", σκέφτηκε ο Κωστής.
"Θα βάλω τον κόκκορα μέσα στον σταύλο, θα κλείσω και την πόρτα και...επιτέλους...θα κοιμηθώ λιγάκι παραπάνω να ξεκουράσω το ποδαράκια μου....".
Έτσι κι έκανε ο Κωστής και πήγε για ύπνο,
ήρεμος και σίγουρος πως είχε βρει την καλύτερη λύση....
Ωστόσο....μόλις φώτισαν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου την ημέρα.....ο Κοκκορής όρμησε έξω απο τον σταύλο πηδώντας από το παράθυρο, κακαρίζοντας δυνατά, σχεδόν εκκωφαντικά:
"ΚΙΚΙΡΙΚΟΥΟΥΟΥΟΥ!!!!ΚΙΚΙΡΙΚΟΥΟΥΟΥ!!!"
"Μέχρι εδώ!!! Δεν σε αντέχω πια!!!", ούρλιαξε ο Κωστής.
Αρπάζει αμέσως τον Κοκκορή και πηγαίνει στην αγορά.
Εκεί βρίσκει τον κυρ-Θοδωρή, που ήταν πρόθυμος πολύ να κρατήσει τον Κοκκορή...
"Θα είναι σπουδαία παρέα για τις κοτούλες και τα κοτοπουλάκια μου!", είπε ο κυρ-Θόδωρής αποχαιρετώντας τον Κωστή...
Από τότε ο Κοκκορής έζησε πολύ καλά κι ήταν τρισευτυχισμένος...
Κι ο Κωστής; Τι να έγινε, παιδιά;
Ο Κωστής επιτέλους βρήκε την πολυπόθητη ηρεμία. Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκε ήρεμα σαν πουλάκι και το άλλο το πρωί δεν ξύπνησε νωρίς....
Το πρόβλημα ωστόσο είναι άλλο.
Ο Κωστής που μάλλον φάνηκε ότι είναι λιγουλάκι υπναράς... κοιμάται πλέον με τις ώρες...
Έτσι...,
χωρίς αγρότη εργατικό, τα χωράφια ξεραθήκαν, τα λουλούθια μαραθήκαν κι όλα πια...χαθήκαν
ΤΕΛΟΣ